- φωτογράφημα
- το, Ν1.το αποτέλεσμα τής φωτογράφησης, φωτογραφία2. (τοπογρ.) το φωτόγραμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτογράφημα — το, ατος το αποτέλεσμα της φωτογράφησης, η φωτογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)